- ὑπεφθόνει
- ὑποφθονέωfeel secret envy atimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποφθονώ — έω, Α [φθονῶ] φθονώ κάποιον κρυφά («ύπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει», Ξεν.) … Dictionary of Greek